πυκνόφθαλμος

πυκνόφθαλμος
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.)
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυκνοφθαλμότεραι — πυκνόφθαλμος with thick set eyes fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοφθάλμους — πυκνόφθαλμος with thick set eyes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνόφθαλμα — πυκνόφθαλμος with thick set eyes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”